διαξύω

διαξύω
δια-ξύω, abschaben; durch Schaben, Abreiben austilgen

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • διαξύω — (Α διαξύω) [ξύω] αυλακώνω ή ρυτιδώνω επιφάνεια αρχ. κατατεμαχίζω, λειανίζω …   Dictionary of Greek

  • διάξυσμα — το (Α διάξυσμα) [διαξύω] η αυλάκωση τής λεπίδας σπαθιού ή λόγχης, κοντακίου όπλου κ.λπ. αρχ. 1. ράβδωση κιόνων 2. απόξεσμα, ψήγμα, ρίνισμα …   Dictionary of Greek

  • ξύνω — και ξύω και ξυώ (ΑΜ ξύω, Μ και ξύνω) 1. κάνω κάτι ομαλό και λείο με ξέση, ξέω, λειαίνω («ξύειν κώπας», Θεόφρ.) 2. τρίβω με τα άκρα τών νυχιών ή με όργανο μέρος τής επιφάνειας τού δέρματος (α. «ξύνω το χέρι μου» β. «ξυόμενοι ἥδονται», Δημόκρ.) 3.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”